- τσιμπίδι
- τομικρή τσιμπίδα, μικρή λαβίδα (χειρουργού, τυπογράφου κτλ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσιμπίδι — το, Ν [τσιμπίδα] υποκορ. τ. τού τσιμπίδα … Dictionary of Greek
τσιμπιδάκι — το, Ν [τσιμπίδι] υποκορ. μικρό τσιμπίδι που χρησιμοποιούν οι γυναίκες για να αφαιρούν τρίχες από τα φρύδια τους ή να συγκρατούν τα μαλλιά τους … Dictionary of Greek
λαβίδιον — λαβίδιον, τὸ (Α) [λαβίς] 1. μικρή λαβίδα, τσιμπίδι 2. μικρή λαβή … Dictionary of Greek
τριχολαβίδα — η / τριχολαβίς, ίδος, ΝΑ ειδική λαβίδα για την απόσπαση τριχών, τσιμπίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + λαβίς, ίδος] … Dictionary of Greek
τσιμπιδάκι — το μικρό τσιμπίδι (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)